Φθίνουσα είναι η πορεία της γονιμότητας στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) Βύρωνα Κοτζαμάνη, που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος των «Δημογραφικών Νέα». Η μέση ηλικία στην απόκτηση του πρώτου παιδιού είναι σήμερα εξαιρετικά υψηλή, αγγίζοντας τα 30 έτη.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με κ. Κοτζαμάνη όσον αφορά την πορεία της γονιμότητας, αυτή είναι συνεχώς φθίνουσα, καθώς οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών που γεννηθήκαν μετά τα τέλη του 19ου αιώνα στη χώρα μας κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά (η Ελλάδα δεν γνώρισε το baby-boom άλλων ευρωπαϊκών χωρών), ενώ αυτές που γεννηθήκαν από τον Μεσοπόλεμο και μετά δεν εξασφαλίζουν πλέον την αναπαραγωγή τους (η κάθε μητέρα δηλαδή δεν αντικαθίσταται λαμβάνοντας υπόψη και τις υφιστάμενες εκάστοτε συνθήκες θνησιμότητας από μία κόρη).
Η μέση ηλικία στην απόκτηση του πρώτου παιδιού, επισημαίνει ο καθηγητής, είναι σήμερα (2015) ήδη εξαιρετικά υψηλή (αγγίζει τα 30 έτη) και η όποια αναβολή των γεννήσεων για αργότερα εξαιτίας των δυσμενών κοινωνικό οικονομικών συνθηκών από τις γενεές οι οποίες στα χρόνια της κρίσης θα βρεθούν στις ηλικίες 25- 35 (τις γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίες του'80 και μετέπειτα) πιθανότατα, θα οδηγήσει στην επιτάχυνση της τάσης μείωσης του αριθμού των παιδιών τους, εξαιτίας της συρρίκνωσης τόσο του διατιθέμενου αναπαραγωγικού τους «χρόνου» (του χρόνου δηλαδή που θα έχουν μπροστά τους για να κάνουν παιδιά) όσο και της βιολογικής τους ικανότητας σύλληψης (ικανότητας που μειώνεται ταχύτατα μετά τα 30 έτη).
«Αυτό πιθανότατα θα έχει ως αποτέλεσμα το ακόμη μεγαλύτερο 'άνοιγμα' του εύρους μεταξύ του ορίου αναπαραγωγής (2,1 παιδιά/γυναίκα) και του αριθμού των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι γυναίκες που γεννηθήκαν μετά το 1980, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι η γενεά του 1950 έφερε στον κόσμο 1,9 παιδιά/γυναίκα κατά μέσο όρο, η γενεά του 1965 1,7 παιδιά και αυτή του 1975 -εκτίμηση- μόλις 1,55», συμπληρωνει.
Ταυτόχρονα, προσθέτει ο κ. Κοτζαμάνης, η τάση αύξησης της ατεκνίας (η αύξηση δηλαδή του ποσοστού των γυναικών που δεν θα κάνουν παιδί) στις γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1965 συνεχίζεται, ενώ η συρρίκνωση των πολύτεκνων οικογενειών που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες δεν έχει ανακοπεί, και δεν πρόκειται να ανακοπεί: οι γεννήσεις του τέταρτου και άνω παιδιού που υπερέβαιναν το 13% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας του '50, αποτελούν σήμερα μόλις το 3% και αναμένεται να σταθεροποιηθούν στο 2% στα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
«Η κρίση του δημόσιου συστήματος υγείας και η μείωση των εισοδημάτων ευρύτατου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού θα έχουν επίσης, πιθανότατα, επιπτώσεις και στην υγεία - μακροζωία του. Ειδικότερα, έχει ήδη επιβραδυνθεί (και σύντομα πιθανότατα θα ανακοπεί) η πρότερη μακροχρόνια τάση αύξησης του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση (ενώ πιθανότατα θα αυξηθούν την επόμενη δεκαετία και τα χρόνια ζωής σε κακή κατάσταση υγείας πριν από τον θάνατο του πληθυσμού μας)» αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης.
Σε ότι αφορά τον πληθυσμό της Ελλάδας, όπως και ο πληθυσμός του συνόλου σχεδόν των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας, στην μεταπολεμική περίοδο έχει αυξηθεί σημαντικά (7,6 εκατομ το 1951, 11,0 το 2014) και παράλληλα γηράσκει προοδευτικά (μέση ηλικία 29 έτη το 1951, 43 έτη το 2014, ήτοι +14 έτη).
Ο πληθυσμός της Ελλάδας, από σχετικά «ομοιογενής» εθνικά μετά τον πόλεμο (οι μη έχοντες την ελληνική υπηκοότητα το 1951 ήταν λίγες χιλιάδες) συμπεριλαμβάνει σήμερα περίπου 1.000.000 αλλοδαπούς, η τεράστια πλειονότητα των οποίων προέρχεται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη μας (σημαντικό τμήμα των τελευταίων έχουν εισέλθει παρανόμως στη χώρα μας και δεν έχουν άδεια παραμονής).
Αναφερόμενος στον άμεσο μέλλον, ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρεται σε κάποιες βεβαιότητες όσον αφορά τις πληθυσμιακές μας εξελίξεις. Ειδικότερα, αναφέρει ότι το 2025 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα υπολείπεται πιθανότατα κατά 300-400 χιλιάδες περίπου αυτού του 2015.
Τα φυσικά (γεννήσεις- θάνατοι) ως και τα μεταναστευτικά ισοζύγια (είσοδοι- έξοδοι) την επόμενη δεκαετία θα είναι αρνητικά, η δημογραφική γήρανση -μη αναστρέψιμη τάση- θα συνεχισθεί καθώς το ποσοστό των άνω των 65 ετών το 2025 θα υπερβεί πιθανότατα το 22% του συνολικού πληθυσμού και οι άνω των 85 ετών θα αποτελούν σχεδόν το 15% της ομάδας των 65+ (υπενθυμίζεται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι 65+ αποτελούσαν μόλις το 6,7% του συνολικού πληθυσμού , οι δε 85+ μόλις το 0,4% αντίστοιχα) ενώ η μέση ηλικία θα ξεπεράσει τα 45έτη.
Το προσδόκιμο ζωής στη γέννηση (ο μέσος όρος ζωή μας δηλαδή) μετά από 10 χρόνια, στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων δεν θα μειωθεί σημαντικά, ενώ η πιθανότητα να αυξηθούν τα χρόνια ζωής πριν τον θάνατο σε κακή κατάσταση υγείας είναι ισχυρή,.
Η γονιμότητα των γενεών που γεννήθηκαν τη δεκαετία 1975-1990 θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο (θα περιορισθεί πιθανότατα στα 1,4 παιδιά/γυναίκα) και τέλος, το ειδικό βάρος των αλλοδαπών δεν αναμένεται να μεταβληθεί σημαντικά το 2025 (γύρω από το 10% του συνολικού πληθυσμού), ενώ το ίδιο έτος ένας στους 7 νέους κάτω των 15 ετών θα έχει γεννηθεί από έναν τουλάχιστο αλλοδαπό γονέα.