Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Monthly Notices of the Royal Astronomical Society» ομάδα αστρονόμων θέτει σε αμφισβήτηση την κοσμολογική θεωρία που έχει τιμηθεί με Νόμπελ Φυσικής σύμφωνα με την οποία η διαστολή του Σύμπαντος επιταχύνεται υποστηρίζοντας ότι βρισκόμαστε πλέον σε φάση επιβράδυνσης της διαστολής.
Αν η μελέτη αυτή επιβεβαιωθεί αυτό θα αλλάξει άρδην όσα πιστεύαμε για το μέλλον του Σύμπαντος καθώς θα σήμαινε ότι αντί να επεκτείνεται για πάντα το Σύμπαν θα μπορούσε τελικά να καταρρεύσει προς τα μέσα σε ένα αντίστροφο Big Bang που είναι γνωστό ως Μεγάλη Σύνθλιψη.
Η θεωρία της «Μεγάλης Σύνθλιψης» υποστηρίζει ότι κάποια στιγμή η διαστολή σταματήσει η βαρύτητα θα υποχρεώσει το Σύμπαν να καταρρεύσει και να αυτοκαταστραφεί δημιουργώντας όμως ταυτόχρονα τις συνθήκες για την εκδήλωση μιας νέας Μεγάλης Έκρηξης από την οποία θα προκύψει ένα καινούργιο Σύμπαν.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν επίσης ότι οι παρατηρήσεις τους δείχνουν πως η σκοτεινή ενέργεια, η μυστηριώδης δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για την επιτάχυνση της διαστολής του Σύμπαντος, αποδυναμώνεται με την πάροδο του χρόνου.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι το Σύμπαν έχει ήδη εισέλθει σε μια φάση επιβραδυνόμενης διαστολής στην τωρινή εποχή και ότι η σκοτεινή ενέργεια εξελίσσεται με τον χρόνο πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι πιστεύαμε. Αν αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν, θα σηματοδοτήσουν μια τεράστια αλλαγή παραδείγματος στην κοσμολογία, από τότε που ανακαλύφθηκε η σκοτεινή ενέργεια» δήλωσε ο καθηγητής Γιανγκ-Γουκ Λι του Πανεπιστημίου Yonsei στη Νότια Κορέα, που ηγήθηκε της έρευνας. «Αν αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν, θα σηματοδοτήσουν μια τεράστια αλλαγή παραδείγματος στην κοσμολογία, από τότε που ανακαλύφθηκε η σκοτεινή ενέργεια πριν από 27 χρόνια».
Η θεωρία
Η ανακοίνωση αναμένεται να προκαλέσει έντονο σκεπτικισμό, αλλά καθώς το ερευνητικό πρόγραμμα DESI είχε καταλήξει σε παρόμοιο συμπέρασμα νωρίτερα φέτος, μια σφοδρή επιστημονική διαμάχη έχει ήδη ξεκινήσει σχετικά με τη φύση της σκοτεινής ενέργειας και την τελική μοίρα του Σύμπαντος.
Η νέα μελέτη εστιάζει στην αξιοπιστία των παρατηρήσεων μακρινών σουπερνόβα (εκρήξεων άστρων), πάνω στις οποίες βασίστηκε η ανακάλυψη της σκοτεινής ενέργειας ανακάλυψη που βραβεύτηκε με Νόμπελ Φυσικής το 2011. «Έχουν περάσει 27 χρόνια από τότε που ανακαλύψαμε τη σκοτεινή ενέργεια και το επιταχυνόμενο Σύμπαν. Υπήρχε όμως μια βασική υπόθεση που αποδείχθηκε λανθασμένη. Είναι σαν να κουμπώνεις ένα πουκάμισο με το πρώτο κουμπί στραβά».
Μέχρι τη δεκαετία του 1990 οι αστρονόμοι πίστευαν ότι η βαρύτητα θα λειτουργούσε ως κοσμικό φρένο επιβραδύνοντας σταδιακά τη διαστολή του Σύμπαντος τραβώντας τους γαλαξίες ξανά κοντά μεταξύ τους.
Αυτή η άποψη ανατράπηκε όταν οι επιστήμονες μέτρησαν για πρώτη φορά τον ρυθμό διαστολής του Σύμπαντος μέσω εκρήξεων σουπερνόβα τύπου Ia. Αυτές οι εκρήξεις σουπερνόβα θεωρούνταν εξαιρετικά ομοιόμορφες στη φωτεινότητά τους πράγμα που τις έκανε ιδανικές ως «στάνταρ κεριά» για τη μέτρηση αποστάσεων. Μετρώντας τη μετατόπιση προς το ερυθρό λόγω της διαστολής του Σύμπαντος οι αστρονόμοι διαπίστωσαν ότι οι μακρινές εκρήξεις σουπερνόβα ήταν πιο αμυδρές απ’ ό,τι αναμενόταν πράγμα που ερμηνεύθηκε ως επιτάχυνση της διαστολής.
Τα ευρήματα
Ωστόσο, τα νέα δεδομένα προσφέρουν μια εναλλακτική εξήγηση. Αναλύοντας την ηλικία 300 γαλαξιών που φιλοξενούσαν σουπερνόβα οι ερευνητές κατέληξαν ότι υπάρχουν διαφορές στις ιδιότητες των άστρων του πρώιμου σύμπαντος, οι οποίες τα κάνουν να παράγουν λιγότερο φωτεινές εκρήξεις.
Αφού διόρθωσαν αυτή τη συστηματική απόκλιση, διαπίστωσαν ότι το Σύμπαν εξακολουθεί να διαστέλλεται, αλλά με μειούμενο ρυθμό, γεγονός που δείχνει ότι η σκοτεινή ενέργεια εξασθενεί. Αν η σκοτεινή ενέργεια συνεχίσει να μειώνεται μέχρι να γίνει αρνητική τότε το Σύμπαν προβλέπεται θεωρητικά να τερματίσει τη ζωή του σε μια Μεγάλη Σύνθλιψη.
Ο καθηγητής Κάρλος Φρενκ κοσμολόγος στο Πανεπιστήμιο του Durham στη Βρετανία που δεν συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ότι τα ευρήματα αξίζουν προσοχής: «Είναι σίγουρα ενδιαφέρον. Είναι προκλητικό. Ίσως είναι λάθος. Δεν μπορείς όμως να το απορρίψεις. Παρουσίασαν μια μελέτη με συναρπαστικά αποτελέσματα και πολύ βαθιές συνέπειες».









