Μήνυση γροθιά για τις εισπρακτικές - Απαιτούν οφειλές που έχουν διαγραφεί

Βόμβα στα θεμέλια του συστήματος μεταβίβασης και είσπραξης «κόκκινων» δανείων, απειλεί να βάλει ένας επιχειρηματίας της περιοχής, ο οποίος μηνύει τράπεζες, εισπρακτικές εταιρείες και ξένα φάντς.

Ο γνωστός δικηγόρος Πατρών Αθανάσιος Διαμαντόπουλος και ο δικηγόρος Αθηνών Γεώργιος Φεβρωνίδης που τον εκπροσωπούν, επικαλούνται βάσιμα στοιχεία και επιχειρήματα μέσα από τα οποία διακριβώνουνότι το σύστημα είναι διάτρητο, με αποτέλεσμα να εγείρεται ζήτημα ακυρότητας για όλη τη διαδικασία πώλησης απαιτήσεων από τράπεζες σε ξένα φάντς.

Ο επιχειρηματίας  έχει καταθέσει μηνυτήρια αναφορά εναντίον συστημικής Τράπεζας, της ειδικής διαδόχου της, που εδρεύει στο εξωτερικό, όπως επίσης και κατά της εταιρείας είσπραξης οφειλών, στην οποία είχε ανατεθεί από την δεύτερη, η είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της αρχικής δανείστριας.

Η υπόθεση θυμίζει πραγματικό λαβύρινθο και η μήνυση αφορά τα αδικήματα της απόπειρας εκβίασης κατά συναυτουργία και απόπειρας απάτης, καθώς και της τετελεσμένης απάτης από κοινού.

Σύμφωνα με τον μηνυτή, η τράπεζα εξέδωσε εναντίον της εταιρείας του διαταγή πληρωμής για ποσό οφειλής περίπου 1 εκατ. ευρώ και επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητά του, αγοραίας αξίας άνω των 8.000.000 ευρώ, επισπεύδοντας τον πλειστηριασμό αυτών.

Ο επιχειρηματίας αντέδρασε με την κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς και ματαίωσε τον πλειστηριασμό. Ομως, από την έρευνα που έκαναν οι δικηγόροι του, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία είσπραξης η οποία και εμφανίζεται ως απαιτούσα το ποσό της οφειλής, έχει μεν το ίδιο αριθμό Γενικό Μητρώο Εταιρειών (ΓΕΜΗ) με την ειδική διάδοχο της Τράπεζας Εταιρεία αλλά, διαφορετικό ΑΦΜ.

Επομένως, πρόκειται για δύο ξεχωριστά νομικά πρόσωπα, ενώ δημιουργείται εύλογη αμφιβολία για την ταυτότητα του απαιτούντος την πληρωμή, ενώ είναι ερευνητέα και η περίπτωση φοροδιαφυγής τεράστιων ποσών και διάπραξης φορολογικών αδικημάτων.

Επιπλέον, οι δικηγόροι του επιχειρηματία ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει κανένα κοινοποιηθέν νομιμοποιητικό έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει η νομιμοποίηση της εισπρακτικής εταιρείας να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις της ειδικής διαδόχου της Τράπεζας.

Ο μηνυτής κάνει λόγο για εγκληματικό σχέδιο εις βάρος του και εναντίον άλλων δανειοληπτών, γιατί όπως ισχυρίζεται, αποτέλεσμα της παραπάνω πράξης, θα ήταν αν ολοκληρωνόταν αυτή, να υποκύψει υπό το κράτος της απειλής, να καταβάλει την οφειλή στην εισπρακτική εταιρεία και στη συνέχεια, η διάδοχος της τράπεζας, να την απαιτήσει εκ νέου, εφόσον η μεταβίβαση είναι άκυρη, υπό την απειλή νέου πλειστηριασμού.

Το σημαντικότερο όμως αυτής της υπόθεσης είναι πως, οι παραπάνω μηνυόμενες εταιρείες, καταγγέλλονται ότι διέπραξαν εναντίον του επιχειρηματία και το αδίκημα της τετελεσμένης απάτης από κοινού.

Στη σύμβαση μεταξύ της Τράπεζας και της ειδικής διαδόχου (θυγατρικής της), αναφέρεται ρητώς ότι, «…αγοράζεται το σύνολο των οφειλών… όσο και απαιτήσεις που έχουν διαγραφεί…». Ο μηνυτής θεωρεί ότι η εξαγορά του δανείου του, έγινε με ποσοστό έκπτωσης, άγνωστο σε αυτόν, αλλά πάντως πολύ υψηλό. Κατά το ποσοστό της έκπτωσης, η τράπεζα ενέγραψε ζημιά στον ισολογισμό της και διέγραψε το υπόλοιπο της οφειλής. Συνεπώς, τόσο η Τράπεζα όσο και η θυγατρική της, εκχώρησαν στην εισπρακτική εταιρεία μια ανύπαρκτη οφειλή.

Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, δεν ισχύουν οι διατάξεις περί νόμιμης εκχώρησης χρέους, διότι κατά το νόμο, αυτές αναφέρονται σε «νόμιμες, υπάρχουσες και υφιστάμενες οφειλές (απαιτήσεις) και όχι σε ανύπαρκτες (διαγραφείσες, κ.λπ.)».

Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΤτΕ, τα τελευταία δύο χρόνια οι τράπεζες έχουν πωλήσει σε φάντς «κόκκινα» δάνεια 17,5 δισ. ευρώ και η διεκδίκηση αυτών των οφειλών, έχει ανατεθεί σε εταιρείες διαχείρισης.

Πρόκειται κυρίως για καταναλωτικά δάνεια, δηλαδή οφειλές χωρίς εξασφαλίσεις αξίας περίπου 10 δισ. ευρώ, ενώ ακολουθούν οφειλές από επιχειρηματικά δάνεια ύψους 5 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 2 δισ. ευρώ είναι τα δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί και βαραίνουν ελεύθερους επαγγελματίες.

Τα στεγαστικά δάνεια που έχουν ανατεθεί σε εταιρείες διαχείρισης περιορίζονται προς το παρόν μόλις στα 361 εκατ. ευρώ, αλλά το ποσό αυτό θα αυξηθεί κατά 20 δισ. ευρώ ακόμα, ενόψει των τιτλοποιήσεων που δρομολογούν οι τράπεζες μέσα στο 2020.

Η υπόθεση θα εκδικαστεί στο Πρωτοδικείο και σίγουρα η απόφαση που θα ληφθεί, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον στη συνέχεια, για πολλές ακόμα παρόμοιες υποθέσεις εκχώρησης «κόκκινων» δανείων σε εισπρακτικές εταιρείες και φάντς.