Νέα μελέτη του Πανεπιστημίου σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό - Κορονοϊός και κάπνισμα

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, το Πανεπιστήμιο της Κατάνιας και το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης παρουσιάζουν μετα-ανάλυση 30 μελετών για τη σχέση μεταξύ καπνίσματος και COVID-19.

Πρόκειται για την μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μετα-ανάλυση για το συγκεκριμένο θέμα, με συνολικά 11.104 ασθενείς από τους οποίους 961 ήταν καπνιστές.

Μετρήθηκε το ποσοστό των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 που ήταν καπνιστές σε σχέση με το ποσοστό καπνίσματος στο γενικό πληθυσμό. Μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν πολύ αυστηρά κριτήρια διόρθωσης για το ποσοστό καπνίσματος στον πληθυσμό, που σαφέστατα το υποεκτιμούν.

Σύμφωνα με τη δημοσίευση, το ποσοστό των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 που κάπνιζαν ήταν 3-4 φορές χαμηλότερο από το ποσοστό καπνίσματος στο γενικό πληθυσμό, ακόμη και με την πιο αυστηρή διόρθωση ως προς το φύλο και την ηλικία.

Οι λίγοι καπνιστές που κατέληγαν στο νοσοκομείο είχαν 53-59% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν κακή έκβαση και σοβαρή νόσο.

Τα ευρήματα της μελέτης υποστηρίζουν ότι ο αυξημένος κίνδυνος για σοβαρές ασθένειες και δυσμενείς συνέπειες περιορίζεται στους λίγους καπνιστές που χρήζουν νοσοκομειακής φροντίδας και όχι στον γενικό πληθυσμό των καπνιστών.

Αυτό ο συμπέρασμα δεν αναφέρεται σε άλλες μελέτες διότι διαφεύγει της προσοχής των ερευνητών και δεν παρουσιάζεται το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά χαμηλός ο αριθμός των καπνιστών ασθενών με COVID-19 που καταλήγουν στο νοσοκομείο.

Οι συγγραφείς δηλώνουν σαφώς ότι οι καπνιστές θα πρέπει να διακόψουν το κάπνισμα.

Ωστόσο, ο πολύ χαμηλός αριθμός καπνιστών που νοσηλεύονται για το COVID-19 φέρνει στο προσκήνιο για άλλη μια φορά την υπόθεση ότι η φαρμακευτική νικοτίνη έχει πιθανές ευεργετικές επιδράσεις στη νόσο COVID-19, μια υπόθεση που παρουσιάστηκε πρόσφατα σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και που πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με τους συγγραφείς.

Μάλιστα, τα ευρήματα της μελέτης ίσως θα μπορούσαν να εξηγηθούν, τουλάχιστον εν μέρη, από το γεγονός ότι αμέσως μετά την είσοδο των καπνιστών στο νοσοκομείο διακόπτεται η πρόσληψη νικοτίνης και δεν υποκαθίσταται με φαρμακευτικά σκευάσματα, με αποτέλεσμα να στερούνται των πιθανών ευεργετικών δράσεων της νικοτίνης.