Πέθανε η Βασιλική Αλεξοπούλου-Τερζή, θύμα του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος

Η ανάρτηση του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος:

"Απεβίωσε η Βασιλική Αλεξοπούλου-Τερζή (1931-2024)
Υπήρξε Θύμα του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα.. Ήταν το τρίτο απ’ τα επτά παιδιά του Γεωργίου Αλεξόπουλου και της Θεώνης Μπαλτζούκου.

Μετά την καταστροφή, μαζί με άλλα Καλαβρυτινόπουλα-μαθητές στήριξε την πρωτοβουλία του π. Ευσεβίου Κηπουργού για την ανέγερση του νέου διδακτηρίου του Γυμνασίου συμμετέχοντας σε «ερανικές αποστολές» για τη συγκέντρωση χρημάτων.

Διπλωματούχος του ΕΕΣ τετραετούς φοιτήσεως εργάστηκε ως Προϊσταμένη Κρατικών Νοσοκομείων απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.. Παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Τερζή από το Σκεπαστό Στις 13-12-1943 εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς ο αδελφός της Κωνσταντίνος μαθητής, ενώ ο πατέρας της, Γεώργιος Αλεξόπουλος, υπήρξε ένας από τους δεκατρείς διασωθέντες.
[...]Πάω τρεχάλα. Ήμουνα σχεδόν από τις πρώτες που έφτασαν πάνω στην εκτέλεση. Δεν θα ξεχάσω πως, καθώς φόραγα τα παπούτσια μου, έτρεχε τόσο αίμα, που τα πόδια μου είχανε γεμίσει.
Βλέπω τότε πιο κάτω, σ’ ένα χωράφι, έναν να μου γνέφει –χωρίς να μπορεί να μιλήσει:
«Έλα…»

Ήταν ο πατέρας μου. Τρέχω και πάω εκεί. Έβγαζε αίμα από το στόμα και από το πόδι.
«Πιάσε με –μου λέει– και θα σου πω εγώ πούθε θα με πας στο σπίτι».
Τον έπιασα, δώδεκα χρονώ παιδί, και τον έφερα στο σπίτι. Καιγόταν ολόκληρο. «Άφησέ με –μου λέει– εδώ και τρέξε να φέρεις, να πεις της μάνας σου να ’ρθει και μετά πηγαίνεις κει πάνου να βρεις τον Ντίνο».

Έτρεξα ξανά στ’ αμπέλι και φώναξα:
«Θειά, ο πατέρας είναι στο σπίτι. Τα παιδιά, το Χρήστο και τον Πάνο, να τον πάρει η μαμά μου και συ να ‘ρθεις πάνω απ’ το νεκροταφείο».
Την περίμενα στο σταθμό, κι από κει προχωρήσαμε προς το δρόμο του Γυμνασίου, μέσα απ’ τα χωράφια. Φτάνοντας πάνω, βρήκαμε τον Ντίνο μας και το θείο μου. Ήταν χτυπημένοι μόνο με την χαριστική –στη δεξιά μεριά ο Ντίνος και στην αριστερά ο θείος μου– τίποτα άλλο... Τους βάλαμε στην κουβέρτα που είχαν μαζί τους και τους κουβαλήσαμε κάτω. Εγώ, παιδί τότε, έκλαιγα συνέχεια, ήμουν όμως και ικανοποιημένη που μπόρεσα και τους μετέφερα, γιατί άλλοι δεν τα κατάφεραν και τους κατεβάσανε την επόμενη μέρα. Την ίδια νύχτα τους αποθέσαμε στο νεκροταφείο.

Την άλλη μέρα πήγαμε με τη θεία μου πρωί-πρωί στο νεκροταφείο∙από κοντά ήρθε κι η Διαμαντούλα. Σκάβαμε σιγά-σιγά με το σκεπάρνι και η Διαμαντούλα με τη χούφτα της πέταγε το χώμα στην άκρη. Μέχρι το απόγευμα κατορθώσαμε να σκάψουμε αρκετά σε σύγκριση με άλλους. Είπαμε ότι θα γυρίσουμε σπίτι να φάμε κάτι∙ήθελε να μας διώξει η θειά μου η Ελένη, για να πάει να δει κι εκείνη τα παιδιά της. Πηγαίνουμε και της λέει η μάνα μου:
«Κάτσε εσύ με το Γιώργη και με τα παιδιά, να πάω εγώ στο νεκροταφείο».

Η θεία Μάρω της έδωσε –κρυφά απ’ τις άλλες– λίγο κρασί σ’ ένα μπουκάλι. Μ’ αυτό μπόρεσε και ξέπλυνε μόνο το πρόσωπό τους… Απ’ τον Ντίνο έβγαλε το παλτό –ένα καρό παλτό που φορούσε– και τα παπούτσια του. Πήγαμε κι εμείς και, αφού τελειώσαμε το σκάψιμο, τους βάλαμε μέσα. Βάλαμε πρώτα τον Ντίνο, που ήτανε πιο ελαφρύς απ’ το θείο μου.
Θυμάμαι που πέρασε τότε η κυρά Αγλαΐα του Κόντη, η δασκάλα μου.

«Βασάκι μου –μου λέει– Βασάκι μου, δεν το βάζουμε έτσι το κεφάλι, το ‘χεις ανάποδα. Πρέπει να κοιτάει προς το Κάστρο (εννοώντας προς την Ανατολή)».

Τον γύρισα και τον έβαλα κανονικά…
[Μαρτυρία Βασιλικής Αλεξοπούλου- Τερζή – ΠΗΓΗ: Μαρτυρίες
Κραυγή-Το γυναικείο βίωμα της Καλαβρυτινής τραγωδίας
Έκδοση: Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος]"