Ανακάλυψη νέου είδους άστρων, πλούσιων σε έναν από τους «σπόρους της ζωής» στο σύμπαν

Για ανακάλυψη ενός νέου είδους άστρων, πολύ πλούσιων σε φώσφορο, κάνουν λόγο σε επιστημονικό τους άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Nature Communications αστρονόμοι του Instituto de Astrofisica de Canarias (IAC) και ερευνητές επιστημών υπολογιστή του Universidade da Coruña.

Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε την προέλευση του συγκεκριμένου χημικού στοιχείου στον γαλαξία: Όλα τα χημικά στοιχεία του σύμπαντος, εκτός από το υδρογόνο και το περισσότερο ήλιο, παράχθηκαν μέσα σε άστρα.

Ωστόσο υπάρχουν κάποια (άνθρακας, άζωτο, οξυγόνο, θείο και φώσφορος) που παράγουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή έχουν βασικό ρόλο ως προς τη ζωή όπως τη γνωρίζουμε εδώ στη Γη.

Ο φώσφορος αποτελεί τμήμα των μορίων DNA και RNA και είναι απαραίτητο στοιχείο στις διεργασίες εντός των κυττάρων και στην ανάπτυξη των μεμβρανών τους.

Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature, βασιζόμενη σε μια ανάλυση ενός μεγάλου αριθμού υπέρυθρων φασμάτων από τη βάση δεδομένων του Sloan Digital Survery, θα μπορούσε να παρέχει ένα μεγάλο σετ «υποψηφίων» για την εξακρίβωση της προέλευσης και της ποσότητας φωσφόρου που παρατηρείται στον γαλαξία μας, και συγκεκριμένα στο ηλιακό σύστημα- κάτι που τα παρόντα μοντέλα για τη χημική εξέλιξη του γαλαξία μας δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν.

Ωστόσο ερωτηματικά προκαλούν τα περίεργα χημικά χαρακτηριστικά αυτών των άστρων: Όχι μόνο είναι πλούσια σε φώσφορο, μα και σε άλλα στοιχεία, όπως μαγνήσιο, πυρίτιο, οξυγόνο, αλουμίνιο και άλλα βαρύτερα στοιχεία.

Έκπληξη αποτέλεσε το ότι μετά από εκτενή ανάλυση όλων των πιθανών αστρικών πηγών και διαδικασιών που σχηματίζουν χημικά στοιχεία στο εσωτερικό άστρων, αυτό το χημικό μοτίβο δεν προβλέπεται από τις υπάρχουσες θεωρίες αστρικής εξέλιξης και νουκλεοσύνθεσης.

«Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν πως δεν έχουμε μόνο να κάνουμε με ένα νέο είδος αντικειμένων, μα και ότι η ανακάλυψή τους ανοίγει τον δρόμο για τη διερεύνηση νέων φυσικών μηχανισμών και πυρηνικών αντιδράσεων που λαμβάνουν χώρα στα εσωτερικά άστρων» είπε ο Τόμας Μάσερον, ερευνητής του ΙAC, επικεφαλής του προγράμματος.

 

Πηγή: 
http://molonoti.gr

Δείτε επίσης